- ποδεών
- -ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Ακαθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.)αρχ.1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἐκ ποδεώνων», Θεόκρ.)2. ο λαιμός, το στόμιο ασκού3. το ανδρικό μόριο, το πέος4. το στόμιο τής κύστης5. οποιοδήποτε άκρο («τῆς γὰρ Δωρίδος χώρης ποδεὼν στεινὸς ταύτῃ κατατείνει», Ηρόδ.)6. είδος υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -εών (πρβλ. ξεν-εών, οιν-εών)].
Dictionary of Greek. 2013.