ποδεών

ποδεών
-ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α
καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἐκ ποδεώνων», Θεόκρ.)
2. ο λαιμός, το στόμιο ασκού
3. το ανδρικό μόριο, το πέος
4. το στόμιο τής κύστης
5. οποιοδήποτε άκρο («τῆς γὰρ Δωρίδος χώρης ποδεὼν στεινὸς ταύτῃ κατατείνει», Ηρόδ.)
6. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -εών (πρβλ. ξεν-εών, οιν-εών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδεών — ragged ends masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεῶνα — ποδεών ragged ends masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεῶνας — ποδεών ragged ends masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεῶνες — ποδεών ragged ends masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεῶσιν — ποδεών ragged ends masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεώνοιν — ποδεών ragged ends masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδεώνων — ποδεών ragged ends masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эдельвейс — У этого термина существуют и другие значения, см. Эдельвейс (значения). ? Эдельвейс …   Википедия

  • Эдельвейс (растение) — У этого термина существуют и другие значения, см. Эдельвейс. ? Эдельвейс Эдельвейс альпийский …   Википедия

  • ποδάων — ονος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ποδεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”